Γράμμα
Δεν έχω ένα φύλλο απ' τα παλιά πράσινα δέντρα.
Σου γράφω τη λύπη μου σ' αυτό το χαρτί.
τόσο ελαφριά που να στη φέρει ο άνεμος,
τόσο καλή και τρυφερή που να μη παραξενευτεί ο ήλιος,
ευγενική σαν τη σιωπή που περπατεί στο χορτάρι
τη νύχτα, απλή και καθαρή σαν το νεράκι που τρέχει
και δε μαντεύεις πως το γέννησε η χτεσινή καταιγίδα.
Πολλοί σκοτώθηκαν. Πολλοί ζούμε. 'Ολοι μας είμαστε
λαβωμενοι. Είναι βαρύς από τον πόνο μας ο κόσμος.
Mε τη σιωπή της θάλασσας θα λάβεις τη λύπη μου.
Σου στέλνω αυτό το αιώνιο μου Μη με λησμόνει!
Είναι ένα φως διπλωμένο ανάμεσα σ' ένα μικρό συννεφάκι.
Σου στέλνω αυτό το αρνάκι, μια κ' είσαι κοντά στο θεό,
να τ' οδηγήσεις σ' ένα πράσινο κήπο του.
Σου στέλνω αυτό το βρέφος με το τσακισμένο ποδαράκι.
Ανεβασέ το στο παράθυρο με τον αυγερινό,
κοντά στον κόσμο, κοντά στο όνειρο,
κοντά στην καλοσύνη σου,που είναι ζεστή σα μια ανάσα μητέρας,
κοντά στο νζάκι που ονειρεύεσαι με το χέρι στο μέτωπο
την ευτυχεία του πεινασμένου, του στρατιώτη, του άρρωστου.
Βάλτο κοντά στην πράσινη σημαία. Κοντά στο κόκκινο
άλογο. Στη μητέρα σου πλάι, που τριγυρισμένη
απ' του Γενάρι τους σπουργίτες, γνέθει την ελπίδα.
Βάλτο κοντά στο στεναγμό της φιλίας. Κοντά-κοντά.
Βάλτο να κάτσει, κι άνοιχτου σαν ένα γέλιο το παράθυρο
να ιδεί τον κόσμο.
Νικηφόρος Βρεττάκος